ιχνοβάτης

ιχνοβάτης
ἰχνοβάτης, ὁ (Α)
(για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που βαδίζει στα ίχνη κάποιου, ο ιχνηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης, ορει-βάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… …   Dictionary of Greek

  • ιχνοβατώ — ἰχνοβατῶ, έω (Α) [ιχνοβάτης] βαδίζω στα ίχνη κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”